άμαχος

άμαχος
-η, -ο (Α ἄμαχος, -ον)
1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο
2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος
3. ο μη μάχιμος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος
2. (για τόπους ή τοποθεσίες) απόρθητος
3. (για πράγματα) ακαταπολέμητος, ακατάσχετος
4. (απρόσωπη έκφραση) ἄμαχόν ἐστι (+ απαρέμφ.)
είναι αδύνατον να...
5. φρ. «ἄμαχον πρᾱγμα», για γυναίκα τής οποίας η ομορφιά είναι ακαταμάχητη, που κανείς δεν μπορεί να τής αντισταθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μάχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄμαχος — without battle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαχος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι μάχιμος: Ο άμαχος πληθυσμός στον τελευταίο πόλεμο υπέφερε από τους βομβαρδισμούς και από τις στερήσεις. 2. αμάχητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαχώτερον — ἄμαχος without battle masc acc comp sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc comp sg ἄμαχος without battle adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχώτατα — ἄμαχος without battle adverbial superl ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχώτατον — ἄμαχος without battle masc acc superl sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχω — ἄμαχος without battle masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμαχος without battle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχως — ἄμαχος without battle adverbial ἄμαχος without battle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαχον — ἄμαχος without battle masc/fem acc sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχωτάτην — ἄμαχος without battle fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχωτάτοις — ἄμαχος without battle masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”